μισορώμαιος

μισορώμαιος
μῑσορώμαιος , μισορώμαιος
Roman-hater
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισορώμαιος — μισορώμαιος, ον (Α) αυτός που μισεί τους Ρωμαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ρωμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • МЕТРОДОР —    • Metrodoros,          Μητρόδωρος,        1. славный рапсод, упоминаемый Платоном;        2. философ с острова Хиоса, ок. 330 г. до Р. X., последователь Демокрита и учитель абдеритян Анаксарха и Гиппократа. Более о жизни и философии его ничего …   Реальный словарь классических древностей

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισορωμαίοις — μῑσορωμαίοις , μισορώμαιος Roman hater masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”